- διαλευκαίνω
- (Α διαλευκαίνω)διασαφώ, διευκρινίζω, διαφωτίζωνεοελλ.φρ. «διαλευκαίνω το έγκλημα» — εξιχνιάζω, αποκαλύπτω τον ένοχο και τις συνθήκες διάπραξηςαρχ.1. λευκαίνω κάτι τελείως2. αναμιγνύω με λευκό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαλευκαίνω — διαλευκαίνω, διαλεύκανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαλευκαίνω — διαλεύκανα, διαλευκάνθηκα, μτφ., ξεκαθαρίζω, αποσαφηνίζω κάτι, εξιχνιάζω σκοτεινή υπόθεση: Η αστυνομία προσπαθεί να διαλευκάνει το αποτρόπαιο έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπλώ — ἀναπλῶ ( όω) (AM) ξεδιπλώνω, ανοίγω αρχ. 1. κάνω κάτι να διαχυθεί, να διαδοθεί 2. απλοποιώ με μαθηματική αναγωγή 3. εξηγώ, διευκρινίζω, διαλευκαίνω … Dictionary of Greek
διαλεύκανση — η διασάφηση, διευκρίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλευκαίνω. Η λ. στον λόγιο το, διαλεύκανσις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εξιχνιάζω — (AM ἐξιχνιάζω) ανακαλύπτω τα ίχνη, ανευρίσκω μετά από έρευνα («πορεύεσθε καὶ ἐξιχνιάσατε τὴν γῆν», ΠΔ) νεοελλ. αποκαλύπτω τα άγνωστα ή σκοτεινά σημεία, διαλευκαίνω μσν. 1. ρωτώ να μάθω 2. ανακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιχνιάζω (< ίχνος) τ. που… … Dictionary of Greek
λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… … Dictionary of Greek
προτρανούμαι — όομαι, Α έχω αποσαφηνιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τρανῶ «διαλευκαίνω, διασαφηνίζω»] … Dictionary of Greek
συντρανώ — όω, Α (συν. το παθ.) συντρανοῦμαι, όομαι καθίσταμαι σαφής μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρανῶ «διαλευκαίνω, διασαφηνίζω» (< τρανής «σαφής»)] … Dictionary of Greek
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek